Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
στεγῖτις
View word page
στέγασμα
anything which covers, a covering
ShortDef
anything which covers, a covering
Debugging
Headword:
στέγασμα
Headword (normalized):
στέγασμα
Headword (normalized/stripped):
στεγασμα
IDX:
81422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81423
Key:
Data
{'content': 'anything which covers, a covering'}