Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
στέγη
στεγήρης
View word page
στέγασις
covering: roofing

ShortDef

covering: roofing

Debugging

Headword:
στέγασις
Headword (normalized):
στέγασις
Headword (normalized/stripped):
στεγασις
IDX:
81421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81422
Key:

Data

{'content': 'covering: roofing'}