Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
στέγαστρον
View word page
στέγαρχος
master of the house

ShortDef

master of the house

Debugging

Headword:
στέγαρχος
Headword (normalized):
στέγαρχος
Headword (normalized/stripped):
στεγαρχος
IDX:
81419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81420
Key:

Data

{'content': 'master of the house'}