Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
στεγαστρίς
View word page
στεγάνωμα
roofing-timber
ShortDef
roofing-timber
Debugging
Headword:
στεγάνωμα
Headword (normalized):
στεγάνωμα
Headword (normalized/stripped):
στεγανωμα
IDX:
81418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81419
Key:
Data
{'content': 'roofing-timber'}