Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
στεγαστός
View word page
στεγανόω
to be covered over, silted up

ShortDef

to be covered over, silted up

Debugging

Headword:
στεγανόω
Headword (normalized):
στεγανόω
Headword (normalized/stripped):
στεγανοω
IDX:
81417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81418
Key:

Data

{'content': 'to be covered over, silted up'}