Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
στεγαστέος
στεγαστήρ
στεγαστής
View word page
στεγανότης
imperviousness
ShortDef
imperviousness
Debugging
Headword:
στεγανότης
Headword (normalized):
στεγανότης
Headword (normalized/stripped):
στεγανοτης
IDX:
81416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81417
Key:
Data
{'content': 'imperviousness'}