Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
στέγασις
στέγασμα
στεγαστέον
View word page
στεγάνομος
inhabiting a house

ShortDef

inhabiting a house

Debugging

Headword:
στεγάνομος
Headword (normalized):
στεγάνομος
Headword (normalized/stripped):
στεγανομος
IDX:
81413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81414
Key:

Data

{'content': 'inhabiting a house'}