Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
στεγάσιμος
View word page
στεγάνη
a covering
ShortDef
a covering
Debugging
Headword:
στεγάνη
Headword (normalized):
στεγάνη
Headword (normalized/stripped):
στεγανη
IDX:
81410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81411
Key:
Data
{'content': 'a covering'}