Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
στεγανόω
στεγάνωμα
στέγαρχος
View word page
στεγάζω
to cover

ShortDef

to cover

Debugging

Headword:
στεγάζω
Headword (normalized):
στεγάζω
Headword (normalized/stripped):
στεγαζω
IDX:
81409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81410
Key:

Data

{'content': 'to cover'}