Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
στεγανόπους
στεγανός
στεγανότης
View word page
στεατόομαι
to be fatted
ShortDef
to be fatted
Debugging
Headword:
στεατόομαι
Headword (normalized):
στεατόομαι
Headword (normalized/stripped):
στεατοομαι
IDX:
81406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81407
Key:
Data
{'content': 'to be fatted'}