Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
στεγάνη
στεγανομέομαι
στεγανόμιον
στεγάνομος
View word page
στεάζω
fatten
ShortDef
fatten
Debugging
Headword:
στεάζω
Headword (normalized):
στεάζω
Headword (normalized/stripped):
στεαζω
IDX:
81403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81404
Key:
Data
{'content': 'fatten'}