Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
στεγάζω
View word page
σταχυοτρόφος
nourishing ears of grain

ShortDef

nourishing ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυοτρόφος
Headword (normalized):
σταχυοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
σταχυοτροφος
IDX:
81399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81400
Key:

Data

{'content': 'nourishing ears of grain'}