Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἄγρυκτος
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητέον
ἀγρυπνητήρ
ἀγρυπνητής
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρυπνώδης
ἄγρωμα
Ἄγρων
ἄγρωσσα
ἀγρώσσω
ἀγρώστης
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
View word page
ἀγρυπνία
sleeplessness, waking, watching
ShortDef
sleeplessness, waking, watching
Debugging
Headword:
ἀγρυπνία
Headword (normalized):
ἀγρυπνία
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνια
IDX:
813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-814
Key:
Data
{'content': 'sleeplessness, waking, watching'}