Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
στεατώδης
στεάτωμα
View word page
σταχυοτόμος
tribulum

ShortDef

tribulum

Debugging

Headword:
σταχυοτόμος
Headword (normalized):
σταχυοτόμος
Headword (normalized/stripped):
σταχυοτομος
IDX:
81398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81399
Key:

Data

{'content': 'tribulum'}