Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
στεατόομαι
View word page
σταχυοστέφανος
crowned with ears of grain

ShortDef

crowned with ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυοστέφανος
Headword (normalized):
σταχυοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
σταχυοστεφανος
IDX:
81396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81397
Key:

Data

{'content': 'crowned with ears of grain'}