Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
στεατοκήλη
View word page
σταχυοπλόκαμος
wreathed with ears of grain

ShortDef

wreathed with ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυοπλόκαμος
Headword (normalized):
σταχυοπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
σταχυοπλοκαμος
IDX:
81395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81396
Key:

Data

{'content': 'wreathed with ears of grain'}