Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
στέαρ
View word page
σταχυόομαι
grow in a spike

ShortDef

grow in a spike

Debugging

Headword:
σταχυόομαι
Headword (normalized):
σταχυόομαι
Headword (normalized/stripped):
σταχυοομαι
IDX:
81394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81395
Key:

Data

{'content': 'grow in a spike'}