Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
στεάζω
View word page
σταχυολογέω
glean ears of grain

ShortDef

glean ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυολογέω
Headword (normalized):
σταχυολογέω
Headword (normalized/stripped):
σταχυολογεω
IDX:
81393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81394
Key:

Data

{'content': 'glean ears of grain'}