Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
σταχυοτρόφος
σταχυοφορέω
στάχυς
σταχυώδης
View word page
σταχυοειδής
spiked like an ear of wheat
ShortDef
spiked like an ear of wheat
Debugging
Headword:
σταχυοειδής
Headword (normalized):
σταχυοειδής
Headword (normalized/stripped):
σταχυοειδης
IDX:
81392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81393
Key:
Data
{'content': 'spiked like an ear of wheat'}