Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
σταχυοτόμος
View word page
σταχυηφορέω
bear ears of grain

ShortDef

bear ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυηφορέω
Headword (normalized):
σταχυηφορέω
Headword (normalized/stripped):
σταχυηφορεω
IDX:
81388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81389
Key:

Data

{'content': 'bear ears of grain'}