Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
σταχυόομαι
σταχυοπλόκαμος
σταχυοστέφανος
σταχυοτομέω
View word page
σταχυητρόφος
nourishing ears of grain

ShortDef

nourishing ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυητρόφος
Headword (normalized):
σταχυητρόφος
Headword (normalized/stripped):
σταχυητροφος
IDX:
81387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81388
Key:

Data

{'content': 'nourishing ears of grain'}