Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
σταχυολογέω
View word page
σταχυηκόμος
cultivating ears of grain
ShortDef
cultivating ears of grain
Debugging
Headword:
σταχυηκόμος
Headword (normalized):
σταχυηκόμος
Headword (normalized/stripped):
σταχυηκομος
IDX:
81383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81384
Key:
Data
{'content': 'cultivating ears of grain'}