Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
σταχυμήτωρ
σταχυοβολέω
σταχυοειδής
View word page
σταχυηκομέω
to be decked with ears of grain

ShortDef

to be decked with ears of grain

Debugging

Headword:
σταχυηκομέω
Headword (normalized):
σταχυηκομέω
Headword (normalized/stripped):
σταχυηκομεω
IDX:
81382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81383
Key:

Data

{'content': 'to be decked with ears of grain'}