Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
σταχυηφόρος
View word page
σταφύλωμα
a defect in the eye inside the cornea
ShortDef
a defect in the eye inside the cornea
Debugging
Headword:
σταφύλωμα
Headword (normalized):
σταφύλωμα
Headword (normalized/stripped):
σταφυλωμα
IDX:
81379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81380
Key:
Data
{'content': 'a defect in the eye inside the cornea'}