Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνταγανακτέω
ἀνταγαπάω
ἀνταγείρω
ἀνταγλαΐζομαι
ἀνταγοράζω
Ἀνταγόρας
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνία
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταγώνιστος
ἀνταδικέω
ἀνταδικητέον
ἀντᾴδω
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
ἀνταῖος
ἀνταίρω
ἀνταισχύνομαι
View word page
ἀνταγωνιστής
an opponent, competitor, rival

ShortDef

an opponent, competitor, rival

Debugging

Headword:
ἀνταγωνιστής
Headword (normalized):
ἀνταγωνιστής
Headword (normalized/stripped):
ανταγωνιστης
IDX:
8137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8138
Key:

Data

{'content': 'an opponent, competitor, rival'}