Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
σταχυητόμος
σταχυητρόφος
σταχυηφορέω
View word page
σταφυλοφόρος
carrying grapes

ShortDef

carrying grapes

Debugging

Headword:
σταφυλοφόρος
Headword (normalized):
σταφυλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σταφυλοφορος
IDX:
81378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81379
Key:

Data

{'content': 'carrying grapes'}