Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
σταχυηκόμος
σταχυηλόγος
σταχυηρός
View word page
σταφυλοτομέω
cut grapes

ShortDef

cut grapes

Debugging

Headword:
σταφυλοτομέω
Headword (normalized):
σταφυλοτομέω
Headword (normalized/stripped):
σταφυλοτομεω
IDX:
81375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81376
Key:

Data

{'content': 'cut grapes'}