Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
σταφύλωμα
σταχάνη
στάχι
σταχυηκομέω
View word page
σταφυλοβολεῖον
vat

ShortDef

vat

Debugging

Headword:
σταφυλοβολεῖον
Headword (normalized):
σταφυλοβολεῖον
Headword (normalized/stripped):
σταφυλοβολειον
IDX:
81372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81373
Key:

Data

{'content': 'vat'}