Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
σταφυλοτόμον
σταφυλοφόρος
View word page
σταφυλῖνος
carrot
ShortDef
carrot
Debugging
Headword:
σταφυλῖνος
Headword (normalized):
σταφυλῖνος
Headword (normalized/stripped):
σταφυλινος
IDX:
81368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81369
Key:
Data
{'content': 'carrot'}