Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
σταφυλοτομέω
σταφυλοτομία
View word page
σταφυλητόμος
grape-cutting

ShortDef

grape-cutting

Debugging

Headword:
σταφυλητόμος
Headword (normalized):
σταφυλητόμος
Headword (normalized/stripped):
σταφυλητομος
IDX:
81366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81367
Key:

Data

{'content': 'grape-cutting'}