Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
σταφυλόδενδρον
σταφυλοκλοπίδης
View word page
σταφυληκόμος
cultivating grapes

ShortDef

cultivating grapes

Debugging

Headword:
σταφυληκόμος
Headword (normalized):
σταφυληκόμος
Headword (normalized/stripped):
σταφυληκομος
IDX:
81364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81365
Key:

Data

{'content': 'cultivating grapes'}