Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
σταφυλίς
σταφυλίτης
σταφυλοβολεῖον
View word page
σταφύλη
plummet
ShortDef
plummet
Debugging
Headword:
σταφύλη
Headword (normalized):
σταφύλη
Headword (normalized/stripped):
σταφυλη
IDX:
81362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81363
Key:
Data
{'content': 'plummet'}