Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
σταφυλῖνος
σταφυλιοκαύστης
View word page
σταφιδόω
dry grapes, make
ShortDef
dry grapes, make
Debugging
Headword:
σταφιδόω
Headword (normalized):
σταφιδόω
Headword (normalized/stripped):
σταφιδοω
IDX:
81359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81360
Key:
Data
{'content': 'dry grapes, make'}