Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
σταφυλητομία
σταφυλητόμος
σταφυληφόρος
View word page
σταφιδευταῖος
of dried grapes

ShortDef

of dried grapes

Debugging

Headword:
σταφιδευταῖος
Headword (normalized):
σταφιδευταῖος
Headword (normalized/stripped):
σταφιδευταιος
IDX:
81357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81358
Key:

Data

{'content': 'of dried grapes'}