Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
σταφυληκόμος
View word page
σταύρωμα
a palisade
ShortDef
a palisade
Debugging
Headword:
σταύρωμα
Headword (normalized):
σταύρωμα
Headword (normalized/stripped):
σταυρωμα
IDX:
81354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81355
Key:
Data
{'content': 'a palisade'}