Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
σταφυληγέω
View word page
σταυρόω
to fence with pales; to crucify
ShortDef
to fence with pales; to crucify
Debugging
Headword:
σταυρόω
Headword (normalized):
σταυρόω
Headword (normalized/stripped):
σταυροω
IDX:
81353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81354
Key:
Data
{'content': 'to fence with pales; to crucify'}