Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
σταφυλάγρα
σταφυλή
σταφύλη
View word page
σταυροφόρος
bearing the cross

ShortDef

bearing the cross

Debugging

Headword:
σταυροφόρος
Headword (normalized):
σταυροφόρος
Headword (normalized/stripped):
σταυροφορος
IDX:
81352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81353
Key:

Data

{'content': 'bearing the cross'}