Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
σταφιδευταῖος
σταφιδοποιία
σταφιδόω
View word page
σταυροκόμιστος
furcifer

ShortDef

furcifer

Debugging

Headword:
σταυροκόμιστος
Headword (normalized):
σταυροκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
σταυροκομιστος
IDX:
81349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81350
Key:

Data

{'content': 'furcifer'}