Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄνοψος
ἀνσχετός
ἄντα
ἀνταγανακτέω
ἀνταγαπάω
ἀνταγείρω
ἀνταγλαΐζομαι
ἀνταγοράζω
Ἀνταγόρας
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνία
ἀνταγωνίζομαι
ἀνταγωνιστέω
ἀνταγωνιστής
ἀνταγώνιστος
ἀνταδικέω
ἀνταδικητέον
ἀντᾴδω
ἀνταείρω
ἄνταθλος
ἀνταιδέομαι
View word page
ἀνταγωνία
adversity
ShortDef
adversity
Debugging
Headword:
ἀνταγωνία
Headword (normalized):
ἀνταγωνία
Headword (normalized/stripped):
ανταγωνια
IDX:
8134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8135
Key:
Data
{'content': 'adversity'}