Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
σταύρωσις
View word page
στάτωρ
stator, usher

ShortDef

stator, usher

Debugging

Headword:
στάτωρ
Headword (normalized):
στάτωρ
Headword (normalized/stripped):
στατωρ
IDX:
81346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81347
Key:

Data

{'content': 'stator, usher'}