Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
σταυρώσιμος
View word page
στατός
placed, standing
ShortDef
placed, standing
Debugging
Headword:
στατός
Headword (normalized):
στατός
Headword (normalized/stripped):
στατος
IDX:
81345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81346
Key:
Data
{'content': 'placed, standing'}