Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
σταύρωμα
View word page
στατιών
statio

ShortDef

statio

Debugging

Headword:
στατιών
Headword (normalized):
στατιών
Headword (normalized/stripped):
στατιων
IDX:
81344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81345
Key:

Data

{'content': 'statio'}