Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
σταυρόω
View word page
στατικός
causing to stand, bringing to a stand-still; ἡ -κή art of weighing
ShortDef
causing to stand, bringing to a stand-still; ἡ -κή art of weighing
Debugging
Headword:
στατικός
Headword (normalized):
στατικός
Headword (normalized/stripped):
στατικος
IDX:
81343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81344
Key:
Data
{'content': 'causing to stand, bringing to a stand-still; ἡ -κή art of weighing'}