Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
σταυροκόμιστος
σταυρός
σταυρότυπος
σταυροφόρος
View word page
στατίζω
to place

ShortDef

to place

Debugging

Headword:
στατίζω
Headword (normalized):
στατίζω
Headword (normalized/stripped):
στατιζω
IDX:
81342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81343
Key:

Data

{'content': 'to place'}