Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
σταυρικός
σταυροειδής
View word page
στατέον
one must appoint

ShortDef

one must appoint

Debugging

Headword:
στατέον
Headword (normalized):
στατέον
Headword (normalized/stripped):
στατεον
IDX:
81338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81339
Key:

Data

{'content': 'one must appoint'}