Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
στάτωρ
View word page
στασιωτικός
factious, seditious

ShortDef

factious, seditious

Debugging

Headword:
στασιωτικός
Headword (normalized):
στασιωτικός
Headword (normalized/stripped):
στασιωτικος
IDX:
81336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81337
Key:

Data

{'content': 'factious, seditious'}