Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
στατός
View word page
στασιώτης
the members of a party

ShortDef

the members of a party

Debugging

Headword:
στασιώτης
Headword (normalized):
στασιώτης
Headword (normalized/stripped):
στασιωτης
IDX:
81335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81336
Key:

Data

{'content': 'the members of a party'}