Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
στατιών
View word page
στασιωτεία
a state of faction

ShortDef

a state of faction

Debugging

Headword:
στασιωτεία
Headword (normalized):
στασιωτεία
Headword (normalized/stripped):
στασιωτεια
IDX:
81334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81335
Key:

Data

{'content': 'a state of faction'}