Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
στατικός
View word page
στασιωρός
watcher of the station

ShortDef

watcher of the station

Debugging

Headword:
στασιωρός
Headword (normalized):
στασιωρός
Headword (normalized/stripped):
στασιωρος
IDX:
81333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81334
Key:

Data

{'content': 'watcher of the station'}