Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
στασιαστής
στασιαστικός
στασίζω
στασιμοποιός
στάσιμος
στασίνχαλκον
στασιοποιέω
στασιοποιία
στασιοποιός
στάσις
στασιώδης
στασιωρός
στασιωτεία
στασιώτης
στασιωτικός
στατάριον
στατέον
στατέος
στατήρ
στατηριαῖος
στατίζω
View word page
στασιώδης
factious
ShortDef
factious
Debugging
Headword:
στασιώδης
Headword (normalized):
στασιώδης
Headword (normalized/stripped):
στασιωδης
IDX:
81332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-81333
Key:
Data
{'content': 'factious'}